σχέδυνος — ύνη, ον, Α 1. επίμονος, σταθερός 2. το θηλ. ως ουσ. η σχεδύνη συνεκτικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχεδόν* «πολύ κοντά», πιθ. κατά τα θάρσυνος, θίσυνος] … Dictionary of Greek
σχεδύνην — σχέδυνος tenacious fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)